Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύγα η [míγa] Ο25 : 1. μικρό μαυριδερό έντομο με δύο φτερά και έξι πόδια, που ζει κυρίως σε κατοικημένους χώρους: Διώχνω τις μύγες. Σκεπάζει τα φαγητά για να τα προφυλάξει από τις μύγες. (έκφρ.) σαν τις μύγες, για μεγάλο πλήθος ανθρώπων: Πεθαίνουν / σκοτώνονται σαν τις μύγες. σαν τις μύγες στο σκατό, για πολλούς ανθρώπους που προσπαθούν να επωφεληθούν από κτ. ή να συμμετάσχουν σε κτ. κολλώ σαν τη ~ (μες) στο μέλι, για άνθρωπο που προσκολλάται σε κτ. ευχάριστο. βλέπω κπ. σαν ~, τον θεωρώ πολύ κατώτερό μου, τον περιφρονώ. όσο πατάει* το πόδι της μύγας. ΦΡ (δε δέχεται / δε σηκώνει) ~ στο σπαθί του, δεν ανέχε ται την παραμικρή ενόχληση. τον τσίμπησε* (η) ~ / αλογόμυγα. βγάζει από τη ~ ξίγκι*. σαν τη ~ μες στο γάλα*. χάφτω* μύγες. βαράω / σκοτώ νω μύγες, περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα. ΠAΡ Θα φάει η ~ σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, για επικείμενη καταστρεπτική σύγκρουση ανθρώπων, ιδίως καβγά ή πόλεμο. Nα ΄σαι καλά τον Aύγουστο που ΄ναι παχιές οι μύγες, σκωπτικά, ως υπόσχεση σε κπ. ότι η κατάστασή του θα βελτιωθεί. Όποιος έχει τη ~ μυγιάζεται*. || (αθλ.): Kατηγορία μύγας, στην πυγμαχία. 2. ονομασία για άλλα έντομα που μοιάζουν με τη μύγα: ~ τσε τσε. Xρυσή ~.
μυγάκι το YΠΟKΟΡ μικρή μύγα ή μικρό έντομο που μοιάζει με μύγα. μυγούλα η YΠΟKΟΡ μικρή μύγα. μυγίτσα η YΠΟKΟΡ μικρή μύγα. [μσν. μύγα < ελνστ. μῦα (ανάπτ. [γ] για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. μυῖα (μονοφθογγισμός [yι > y] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- μύγα η· μύγια.
-
- 1) Το έντομο μύγα:
- Μύγες πολλές πάσα λογής η Αίγυπτος γεμίζει (Χούμνου, Κοσμογ. 2317· Ζήν. Γ́ 280).
- 2) (Συνεκδ.) προκ. για πολύ μικρό (πολεμικό) πλοίο:
- τον πόρον της Λογγιβαρδίας εκράτησεν, ως μη μόνον τριάρμενον καράβιν … δυνατόν εστί διαπεράσαι, αλλ’ ουδέ μύγιαν (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 385 (αντί μυοπάρωνα (δίκωπον))).
[<αρχ. ουσ. μυία. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- 1) Το έντομο μύγα: