Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόχθος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόχθος ο [móxθos] Ο18 : πολύ μεγάλη κούραση: Mηχανές που μειώνουν τον ανθρώπινο μόχθο. α. πολύ σκληρή εργασία, σωματική ή πνευματική: Tο βιβλίο αυτό είναι καρπός ερευνητικού μόχθου πολλών ετών. Οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, που εργάζονται κάθε μέρα συνήθ. σκληρά. (έκφρ.) με κόπο και μόχθο, για έμφαση. β. το αποτέλεσμα, το δημιούργημα σκληρής εργασίας, σωματικής ή πνευματικής: Έμποροι και μεσάζοντες που εκμεταλλεύονται το μόχθο του αγρότη.

[λόγ. < αρχ. μόχθος]

[Λεξικό Κριαρά]
μόχθος ο· μόχτος.
  • 1)
    • α) Κόπος, μόχθος, ταλαιπωρία:
      • (Λίβ. Sc. 1245
      • (συν. στις εκφρ. κόπος και μόχθος, με κόπο και με μόχθο, κ.τ.ό.):
        • κόπους και μόχθους έχουσι, πολλά βασανισμένοι (Διακρούσ. 10926· Ιστ. Βλαχ. 2156
      • (σε μεταφ.):
        • εις μόχτων εμπαίνουν θάλασσα (Rebâb‑nâmè 16
    • β) σωματική κούραση:
      • (Ιερακοσ. 4287
    • γ) (γενικ.) προκ. για τον αγώνα της ζωής, τη βιοπάλη:
      • (Ερμον. Ω 313
    • δ) (περιληπτ.) κοπιώδεις προσπάθειες, ενέργειες:
      • ο μέγας Κομνηνός … σπουδῄ και μόχθῳ … παρέλαβε την Τραπεζούντα (Πανάρ. 613).
  • 2) (Συνεκδ.) θλίψη:
    • (Ανακάλ. 108).
  • 3) Βιασύνη, σπουδή (σε γεν. με προηγ. την πρόθ. μετά):
    • ο στρατηγός έφτασε μετά μόχθου (Διγ. Ζ 2047).

[αρχ. ουσ. μόχθος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες