Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μόσχος (Ι) ο.
-
- Μοσχάρι· (εδώ) προκ. για το χρυσό ομοίωμα μοσχαριού των Εβραίων στην έρημο (Π.Δ.):
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 51).
[αρχ. ουσ. μόσχος]
- Μοσχάρι· (εδώ) προκ. για το χρυσό ομοίωμα μοσχαριού των Εβραίων στην έρημο (Π.Δ.):
[Λεξικό Κριαρά]
- μόσχος (ΙΙ) ο· μόσκος· μούσκος.
-
- 1)
- α) Μόσχος, αρωματική ουσία (σε υγρή ή στερεή κατάσταση):
- η ευωδία του (ενν. του τσίπουρου) νικά τους μόσχους της Συρίας (Κρασοπ. AO 77)·
- Χόρτα, οι ανθοί σας … μόσκο να 'δρώνου (Πανώρ. Β́ 204)·
- (σε μεταφ.):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35413)·
- β) (συνεκδ.) ευωδιά:
- το γεμάτο στόμα μόσκο και νοστιμάδα τσ’ εφιλούσαν (Πιστ. βοσκ. II 1, 217 (έκδ. ‑ου)).
- α) Μόσχος, αρωματική ουσία (σε υγρή ή στερεή κατάσταση):
- 2)
- α) Προκ. για κ. ιδιαίτερα ευωδιαστό:
- εφέρασιν τον βάρσαμον εκ της Αιγύπτου χώρας … και ο καρπός του έν μόσχος (Διγ. Esc. 1644)·
- β) για κ. που προκαλεί έντονη ευχαρίστηση:
- ωραίος ην (ενν. ο νεότερος) … μόσχος εις το ανάβλεμμα (Διγ. Gr. 1204).
- α) Προκ. για κ. ιδιαίτερα ευωδιαστό:
[<περσ. mushk πιθ. με παρετυμ. επίδρ. του ουσ. μόσχος (I). Ο τ. ‑σκ‑ στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. μούσκ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόσχος 1 ο [mósxos] Ο18 : (λόγ.) το μοσχάρι, στην έκφραση ο ~ ο σιτευτός*.
[λόγ. < αρχ. μόσχος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόσχος 2 ο : σκουρόχρωμη και λιπαρή αρωματική ουσία καθώς και η αντίστοιχη οσμή: Φυσικός / τεχνητός ~. (έκφρ.) ~ και κανέλα ή ~ και γαρίφαλο, ως ευχή για άνθρωπο, ιδίως μωρό, που ρεύτηκε.
[λόγ. επίδρ. στο μόσκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοσχοσάπουνο το [mosxosápuno] Ο41 : αρωματικό σαπούνι.
[μοσχο- + σαπούν(ι) -ο]