Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόστρα η [móstra] Ο25α : 1. το εκλεκτότερο τμήμα από κάθε ποσότητα εμπορευμάτων που το βάζουν μπροστά για να προσελκύουν τους πελάτες: Πληρώνω κάτι παραπάνω αλλά αγοράζω τη ~. (έκφρ.) έχω κτ. για ~, το έχω μόνο για να προκαλώ εντύπωση. 2α. (οικ.) η πρόσοψη κάθε πράγματος. || (ραπτ.): H ~ του ρούχου, το μπροστινό μέρος του. β. (λαϊκ.) το ανθρώπινο πρόσωπο: Tου έδωσε μια γροθιά και του χάλασε τη ~.
[μσν. μόστρα `στρατιωτική επίδειξη, δείγμα εμπορεύματος΄ < ιταλ. mostra `παρουσίαση, επίδειξη, βιτρίνα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μόστρα η· μούστρα.
-
- 1)
- α) Στρατιωτική επίδειξη:
- Μόστρα κάμνουσιν (Σταυριν. 1075)·
- β) προκ. για αγώνισμα:
- εκέρδεσα εγώ όλην αυτήν την μόστρα (Ιμπ. (Legr.) 900)·
- γ) στρατιωτική επιθεώρηση:
- ορδινίασεν (ενν. ο ρήγας) και εποίκεν μούστραν τζενεράλ (Βουστρ. 14416).
- α) Στρατιωτική επίδειξη:
- 2) Δείγμα (προϊόντος, εμπορεύματος):
- κατά την μούστραν γίνεται η πούλησις (Ασσίζ. 4515).
[<ιταλ. mostra. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοστράρω [mostráro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) εκθέτω, επιδεικνύω κτ.: Mοστράρισε τα καινούρια του παπούτσια.
[ιταλ. mostrar(e) -ω]