Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόρφωμα το [mórfoma] Ο49 : χαρακτηρισμός των στοιχείων που αναπτύσσονται στα πλαίσια ενός ευρύτερου συνόλου: Kοινωνικά / ψυχικά / βιολογικά μορφώματα.
[λόγ. < αρχ. μόρφωμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μόρφωμα το.
-
- Μορφή, απεικόνιση μορφής (εδώ αγίων):
- των αγίων εικόνων τα μορφώματα (Παϊσ., Ιστ. Σινά 696).
[αρχ. ουσ. μόρφωμα. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Μορφή, απεικόνιση μορφής (εδώ αγίων):