Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόνωση η [mónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μονώνω: ~ ενός ηλεκτρικού αγωγού. H ταράτσα μπάζει νερά, γιατί δεν έχει ~. Kάνω ~ ενός κτιρίου για τη ζέστη / το κρύο / το θόρυβο. Tο σπίτι είναι πολύ κρύο, γιατί δεν έχει καλή ~.
[λόγ. < αρχ. μόνω(σις) `απομόνωση΄ -ση σημδ. γαλλ. isolation, isolement]