Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόντε
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μόντε το· μούντε.
  • 1) Βουνό· σωρός, στοίβα:
    • πέτρες ρικτές ένα μούντε (Πορτολ. Α 3297).
  • 2) Ποσό, σύνολο:
    • το μόντε όλο εστιμαρίστηκεν υπέρπυρα εκατό ενενήντα ένα (Βαρούχ. 84624).

[<ιταλ. monte, παλαιότ. munte (Battaglia). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντέλα η [modéla] Ο25α : (προφ., συνήθ. σκωπτ.) γυναίκα που έχει ως επάγγελμα να παρουσιάζει νέες δημιουργίες συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας· μοντέλο3: Ύστερα από την επίδειξη μόδας, οι μοντέλες διασκέδασαν σε γνωστό μπαρ.

[μοντέλ(ο) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόντελιγκ το [módeliŋg] Ο (άκλ.) : το επάγγελμα του μοντέλου3, η παρουσίαση νέων δημιουργιών συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας: Ύστερα από τα καλλιστεία ασχολήθηκε με το ~.

[λόγ. < αγγλ. modeling]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντελισμός ο [modelizmós] Ο17 : η συναρμολόγηση και κατασκευή μοντέλων αυτοκινήτων, πλοίων, αεροπλάνων κτλ. σε μικρογραφία καθώς και η ενασχόληση με αυτά.

[λόγ. ανάλυση του αερο-μοντελισμός απόδ. αγγλ. modeling]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντελίστ ο [modelíst] θηλ. μοντελίστ [modelíst] Ο (άκλ.) & μοντελίστας [modelístas] Ο2 (χωρίς γεν. πληθ.) θηλ. μοντελίστα [modelísta] Ο25 : αυτός που σχεδιάζει τα νέα μοντέλα ρούχων· σχεδιαστής μόδας.

[λόγ. < γαλλ. modéliste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ιταλ. modellista -ς· μοντελ(ίστας) -ίστα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντέλο το [modélo] Ο39 : 1. κάθε πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια κτλ. που χρησιμοποιείται ως δείγμα για να δημιουργηθεί κτ. καινούριο: Tο ~ ενός καλλιτέχνη, για πρόσωπο ή για πράγμα που αυτός αναπαράγει καλλιτεχνικά. Kοπέλα που ποζάρει για ~ σε γλύπτη / σε ζωγράφο. Γυμνό ~. || πρότυπο: Οικογενειακό ~. Σύγχρονα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης. Kομμουνιστικά κόμματα που δέχονται / αρνούνται το σοβιετικό ~. || υπόδειγμα: Προβάλλω / παίρνω κπ. ως ~. 2. κάθε νέα σειρά προϊόντων, ιδίως βιομηχανικών ή βιοτεχνικών, που έχουν κοινά χαρακτηριστικά: Tο νέο / τελευταίο ~ μιας βιομηχανίας αυτοκινήτων. Tα νέα μοντέλα της καλοκαιρινής μόδας, για ρούχα. 3. γυναίκα ή άνδρας που έχει ως επάγγελμα να παρουσιάζει νέες δημιουργίες συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας: H παρουσίαση της κολεξιόν έκλεισε με το διάσημο ~ ντυμένο νύφη. μοντελάκι το YΠΟKΟΡ 1. για ρούχο: Φορούσε ένα ωραίο ~. 2. για κομψό άνθρωπο: Σκέτο ~ είσαι σήμερα.

[ιταλ. modello]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόντεμ το [módem] Ο (άκλ.) : (πληροφ.) συσκευή που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσο τηλεφωνικής γραμμής: Xάλασε το ~ μου και δεν μπορώ να συνδεθώ με το ιντερνέτ.

[λόγ. < αγγλ. modem σύντμ. του mo(dulator) dem(odulator)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντεράτο το [moderáto] Ο (άκλ.) : μέτρια ταχύτητα στη μουσική εκτέλεση.

[λόγ. < ιταλ. moderato]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντερνισμός ο [modernizmós] Ο17 : 1. η τάση του ανθρώπου να είναι ή να φαίνεται μοντέρνος καθώς και η σχετική ιδιότητα. 2. (για τέχνες, λογοτεχνία κτλ.) τάση για καινοτομία και παρακολούθηση των νεωτεριστικών ρευμάτων.

[λόγ. < γαλλ. modernisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντερνιστής ο [modernistís] Ο7 θηλ. μοντερνίστρια [modernístria] Ο27 : συνήθ. για καλλιτέχνη ή για άνθρωπο των γραμμάτων που ακολουθεί το μοντερνισμό.

[λόγ. < γαλλ. moderniste (-iste = -ιστής)· λόγ. μοντερνισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες