Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνιμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μόνιμος, επίθ.
  • Διαρκής, σταθερός, αμετάβλητος:
    • (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 143).

[αρχ. επίθ. μόνιμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόνιμος -η -ο [mónimos] Ε5 : ANT προσωρινός. α. που δεν αλλάζει, αλλά πάντοτε βρίσκεται στην ίδια κατάσταση· αμετάβλητος: Tίποτα δεν είναι μόνιμο στη φύση και στην κοινωνία· όλα εξελίσσονται. (λόγ. έκφρ.) ουδέν μονιμότερον του προσωρινού*. β. που υπάρχει, διαρκεί ή έχει αυτή την ιδιότητα χωρίς χρονικές διακοπές· συνεχής, διαρκής: Mόνιμη κατοικία / διαμονή. Οι λαοί αγωνίζονται για μόνιμη ειρήνη. γ. που ασκεί ένα έργο χωρίς χρονικό περιορισμό. ANT έκτακτος: ~ δημόσιος υπάλληλος. Tο μόνιμο προσωπικό μιας οικονομικής επιχείρησης. || (ως ουσ.) ο μόνιμος. μόνιμα & μονίμως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μόνιμος `που μένει στη θέση του, σταθερός΄, σημδ.: α, β: γαλλ. permanent· γ: αγγλ. permanent· λόγ. < αρχ. μονίμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες