Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μόνι, επίρρ.,
- βλ. μόνον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονιά η [moná] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) φωλιά ή καταφύγιο άγριου ζώου. || κατοικία.
[ελνστ. μονία `μοναχικότητα, ερημιά΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., αρχ. σημ.: `παραμονή, ανάπαυση΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονικόν το.
-
- Είδος φυτού:
- (Σταφ., Ιατροσ. 8223).
[άγν. ετυμ.· πιθ. σχετ. με το μτγν. ουσ. μανικόν]
- Είδος φυτού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονιμάς ο [monimás] Ο1 : (μειωτ.) για μόνιμο στρατιωτικό, ιδίως υπαξιωματικό.
[μόνιμ(ος) -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονιμοποίηση η [monimopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μονιμοποιώ: Οι έκτακτοι υπάλληλοι απεργούν με αίτημα τη μονιμοποίησή τους.
[λόγ. μόνιμ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονιμοποιώ [monimopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κπ. ή κτ. μόνιμο: ~ έναν υπάλληλο, τον κάνω από έκτακτο μόνιμο.
[λόγ. μόνιμ(ος) -ο- + -ποιώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μόνιμος, επίθ.
-
- Διαρκής, σταθερός, αμετάβλητος:
- (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 143).
[αρχ. επίθ. μόνιμος. Η λ. και σήμ.]
- Διαρκής, σταθερός, αμετάβλητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόνιμος -η -ο [mónimos] Ε5 : ANT προσωρινός. α. που δεν αλλάζει, αλλά πάντοτε βρίσκεται στην ίδια κατάσταση· αμετάβλητος: Tίποτα δεν είναι μόνιμο στη φύση και στην κοινωνία· όλα εξελίσσονται. (λόγ. έκφρ.) ουδέν μονιμότερον του προσωρινού*. β. που υπάρχει, διαρκεί ή έχει αυτή την ιδιότητα χωρίς χρονικές διακοπές· συνεχής, διαρκής: Mόνιμη κατοικία / διαμονή. Οι λαοί αγωνίζονται για μόνιμη ειρήνη. γ. που ασκεί ένα έργο χωρίς χρονικό περιορισμό. ANT έκτακτος: ~ δημόσιος υπάλληλος. Tο μόνιμο προσωπικό μιας οικονομικής επιχείρησης. || (ως ουσ.) ο μόνιμος.
μόνιμα & μονίμως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μόνιμος `που μένει στη θέση του, σταθερός΄, σημδ.: α, β: γαλλ. permanent· γ: αγγλ. permanent· λόγ. < αρχ. μονίμως]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονιμότητα η [monimótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μόνιμος. ANT προσωρινότητα: H ~ των δημοσίων υπαλλήλων.
[λόγ. < ελνστ. μονιμότης, αιτ. -ητα `σταθερότητα, διάρκεια΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μόνιος, επίθ.,
- βλ. μόνος.