Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνε
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
μόνε, επίρρ.,
βλ. μόνον.
[Λεξικό Κριαρά]
Μονεβασιώτης ο,
βλ. Μονεμβασιώτης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονέδα η [monéδa] Ο25α : (παρωχ.) το νόμισμα ή το χρήμα. ΦΡ κόβω ~, κερδίζω πολλά χρήματα.

[μσν. μονέδα < βεν. moneda]

[Λεξικό Κριαρά]
μονέδα η.
  • α) Νόμισμα:
    • (Μαχ. 8223
    • έγραψαν εις την μονέδα του το εικόνισμά του (Χρον. βασιλέων 1276
    • μονέδα … από ασήμι ή χρυσάφι (Ροδινός 131
    • φρ. κάμνω ή ποιώ μονέδαν = κόβω νόμισμα:
      • (Δωρ. Μον. XXVI), (Μαχ. 5623
  • β) (συνεκδ.) χρήματα:
    • χαρίζει τον … μονέδαν οπού βρίσκετον (Ριμ. Απολλων. [1820]).

[<βεν. moneda. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Μονεμβασιώτης ο· Μονεβασιώτης· Μονοβασιώτης.
  • Αυτός που κατάγεται από τη Μονεμβασία ή κατοικεί σ’ αυτήν:
    • (Δια χειρός Γαβριήλ Σεβήρου) Μονεμβασιώτου (Σεβηρ.-Μανολ., Επιστ. 171· Χρον. σουλτ. 1058

[<τοπων. Μονεμβασία + κατάλ. ‑ώτης. Ο τ. Μονοβα‑ (<Μονοβασία) στο Somav. (‑σιό‑). Η λ. στο Du Cange (ως επίθ. του γνωστού κρασιού· βλ. μονοβασιά) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μονέριν το,
βλ. μονήριον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονεταρισμός ο [monetarizmós] Ο17 : οικονομική θεωρία και πολιτική κατά την οποία η αξία του χρήματος και οι τιμές εξαρτώνται από την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί.

[λόγ. < αγγλ. monetarism (-ism = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονεταριστικός -ή -ό [monetaristikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μονεταρισμό: Mονεταριστική οικονομία. Aκολουθήθηκε μονεταριστική πολιτική.

[λόγ. μονεταρ(ισμός) -ιστικός]

[Λεξικό Κριαρά]
μονετσιό, μονετσίον, μονετσιόν η,
βλ. μουνιτσιόνε.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες