Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόλυνση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόλυνση η [mólinsi] Ο33 : μετάδοση και πολλαπλασιασμός μικροβίων, συνήθ. νοσογόνων, σε ζωντανό οργανισμό, με συνέπεια την πρόκληση λειτουργικών διαταραχών: Πληγή που έπαθε ~. Γενική ~ του οργανισμού. Tα στάσιμα νερά είναι πηγή / εστία μολύνσεως. || ~ του περιβάλλοντος, βαθμιαία ρύπανση του περιβάλλοντος από ουσίες που είναι βλαβερές για τον άνθρωπο και για τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς και οφείλονται στην αλόγιστη βιομηχανική ανάπτυξη.

[λόγ. < αρχ. μόλυν(σις) `βεβήλωση, μαγάρισμα΄ -ση & σημδ. αγγλ. pollution]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες