Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόλος
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόλος ο [mólos] Ο18 : στενόμακρη κατασκευή από πέτρες, τσιμέντο κτλ. που χρησιμοποιείται για το δέσιμο και το φόρτωμα των πλοίων καθώς και για την προστασία του λιμανιού· (πρβ. προκυμαία, προβλήτα): Kαράβι πλευρισμένο στο μόλο. Στάθηκε αναποφάσιστος στο μόλο πριν μπει στη βάρκα. || (επέκτ.) ο γύρω χώρος.

[μσν. μόλος < ελνστ. μῶλος < λατ. moles `ανάχωμα για προστασία λιμανιού΄ ή μέσω του ιταλ. molo ]

[Λεξικό Κριαρά]
μόλος (I) ο.
  • 1) Λιμενοβραχίονας, προβλήτα, προκυμαία:
    • Η Κορώνη έναι χώρα και πόρτο με μόλο (Πορτολ. Α 21421· Ριμ. Βελ. ρ 143).
  • 2) (Συνεκδ.) λιμάνι:
    • εβάνασι στον μόλον Μάρτσα Μουτσέτου … τον στόλον (Αχέλ. 571).

[<λατ. moles. Η λ. τον 6. αι. και σήμ. (παλαιότ. γρ. μώ‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
μόλος (II) το.
  • Μόλος (βλ. ά.):
    • στο μόλος πάσινε, … στο καράβι μπαίνουσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2259).

[<ουσ. μόλος ο με αλλαγή γένους. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολοσσός 1 ο [molosós] Ο17 : είδος μεγαλόσωμου τσοπανόσκυλου.

[λόγ. < αρχ. (κύων) Μολοσσός (όν. λαού)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολοσσός 2 ο : (μετρ.) είδος αρχαίου ελληνικού μέτρου.

[λόγ. < ελνστ. μολοσσός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες