Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόλις [mólis] : I. επίρρ. 1. τροπικό· συχνά και με τις μορφές: ~ που / ~ και μετά βίας, δηλώνει ότι η ενέργεια του ρήματος της πρότασης συμβαίνει στον ελάχιστο δυνατό βαθμό, πάρα πολύ λίγο ή με πολλή δυσκολία: ~ ανασαίνει. H φωνή του ~ (που) ακούγεται, ελάχιστα, δύσκολα. Tα μαλλιά του ~ σκέπαζαν τους κροτάφους του. Πέντε άντρες ~ μπορούσαν να αγκαλιάσουν τον κορμό της γέρικης βελανιδιάς, με μεγάλη δυσκολία. ~ και μετά βίας πέρασε στις εξετάσεις. ~ που τον πρόλαβα, την τελευταία στιγμή τον πρόλαβα. 2. χρονικό· προσδιορίζει χρονικά: α. πράξη που έγινε πρόσφατα, συχνά επιτείνοντας τη σημασία άλλου χρονικού επιρρή ματος που επίσης υπάρχει στην πρόταση: Tο πανεπιστήμιο τότε ~ είχε αρχίσει να λειτουργεί. Δεν είναι εδώ· ~ βγήκε. ~ προ ολίγου τηλεφώνη σε. ~ τώρα έφτασε. ~ επέστρεψε από το εξωτερικό. ~ τώρα τελείωσα. β. (με απόλυτο αριθμητικό) κτ. που θεωρείται σχετικά πρόσφατο, καινούριο, μικρό ή λίγο: ~ τρία χρόνια είχαν περάσει από το θάνατό του. Ο θεσμός αυτός είναι δέκα χρόνων ~. Είναι ~ δύο χρόνων. Φαλακρός, αν και ~ είκοσι χρόνων. II. σύνδ. χρονικός· εισάγει δευτερεύουσα πρόταση που εκφράζει πράξη η οποία προηγείται χρονικά από αυτήν που εκφράζει η κύρια πρόταση: Θα μας τηλεφωνήσει, ~ τελειώσει. Aκριβώς ~ φτάσαμε, άρχισε η βροχή. Θα σου γράψουμε, αμέσως ~ φτάσουμε. ~ τον είδα, κατάλαβα ότι κάτι κακό συμβαίνει.
[II: αρχ. μόλις· I: λόγ. < αρχ. μόλις]
[Λεξικό Κριαρά]
- μόλις, επίρρ.· μος.
-
- Ά Επίρρ.
- 1) (Τροπ.)
- α) με δυσκολία, μόλις που, ίσα που:
- (Διγ. Gr. 895), (Διγ. Z 1200)·
- β) (επιτ. με προηγ. το ως ή επόμ. το πως):
- πάντας οι άγροικοι εφόνευσαν, ως μόλις … ο Αλί-πεγης διασωθείς εις Μαγνησίαν ήκε (Δούκ. 1532)·
- σκλάβον τον εκάμασιν, μόλις πως εποσπάστην (Ιστ. Μαρκ. 89).
- α) με δυσκολία, μόλις που, ίσα που:
- 2) (Χρον.)
- α) για πολύ λίγο:
- παρθένους άς αυτός ο γεννήσας μόλις έβλεπεν (Δούκ. 36710)·
- β) τέλος πάντων, επιτέλους:
- ’Εφαγεν πλείστα και ποτέ, μόλις ως εκορέσθην … εκοιμήθην (Καλλίμ. 542)·
- Μόλις ποτέ μετά πολλάς και συνεχείς φροντίδας ταύτην ευρίσκει μηχανήν (Καλλίμ. 1717).
- α) για πολύ λίγο:
- 3) (Με αριθμητ. προκ. να δηλωθεί προσέγγιση):
- τριών ωρών διάστημα … ή τεσσάρων μόλις (Ιστ. πολιτ. 265).
- 1) (Τροπ.)
- Β́ Ως σύνδ. (χρον.) ευθύς ως, αμέσως όταν:
- (Προδρ. I 264)·
- μος τους καδενώσασι (ενν. τους καλογέρους) στο κάτεργό του μέσα, άνεμοι … στο πέλαγος επέσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26215).
[αρχ. επίρρ. μόλις. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- Ά Επίρρ.