Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόδιο το [móδio] Ο40 : μέτρο χωρητικότητας που το χρησιμοποιούσαν για τη μέτρηση ξηρών καρπών και ιδίως σιτηρών.
[λόγ. < μσν. μόδιον < ελνστ. ὁ μόδιος (μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.) < λατ. modius]
[Λεξικό Κριαρά]
- μόδιον το· μόδι· μόδιν.
-
- 1) Μόδιος (βλ. ά. 1):
- στοιχεί το όλον μόδιον, ήγουν τας μ́ λίτρας το σιτηρόν κοκκία μυριάδας λδ́ ͵εχ́ (Metrol. 5232)·
- (στην Κύπρο για τη μέτρηση αλατιού):
- (Μαχ. 61215).
- 2) Ως μονάδα μέτρησης επιφάνειας (βλ. μόδιος 2):
- πιπράσκειν τῳ νομίσματι γην μοδίου ενός (Μetrol. 497).
- 3) Για δήλ. πλήθους, μεγάλης ποσότητας:
- αν γένει κτύπος πούποτε, μόδιν αγγέλους βλέπεις (Γλυκά, Στ. 149).
[μτγν. ουσ. μόδιον. Ο τ. ‑ι, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιν στο Du Cange και σήμ. κυπρ.]
- 1) Μόδιος (βλ. ά. 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- μόδιος ο.
-
- 1) Μέτρο χωρητικότητας δημητριακών, ξηρών καρπών και γενικά στεγνών προϊόντων ισοδύναμο με σαράντα λίτρες δημητριακών:
- ειδέ τι του καρπίμου γένους και ξηρού τυγχάνει, οίον σίτου, …, μοδίῳ (ενν. χρώμεθα) (Metrol. 13517).
- 2) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας ίση με σαράντα λίτρες ή διακόσιες τετραγωνικές οργιές:
- (Metrol. 5217, 5018).
[μτγν. ουσ. μόδιος. Η λ. και σήμ. ως τοπων.]
- 1) Μέτρο χωρητικότητας δημητριακών, ξηρών καρπών και γενικά στεγνών προϊόντων ισοδύναμο με σαράντα λίτρες δημητριακών: