Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόδι
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μόδι το,
βλ. μόδιον.
[Λεξικό Κριαρά]
μοδιακός, επίθ.
  • Που σχετίζεται με το μόδιο:
    • (Metrol. 581).

[<ουσ. μόδιος + κατάλ. ‑ιακός]

[Λεξικό Κριαρά]
μοδίζω.
  • α) Υπολογίζω, μετρώ έκταση σε μοδίους:
    • τῳ μεσασμῴ του πολυπλασιασμού … οι γεωμέτραι μοδίζουσιν (Μetrol. 10718
  • β) μετατρέπω, μεταφέρω κάπ. μέτρο επιφάνειας σε μοδίους:
    • συμψηφίζειν και μοδίζειν τα σχοινία (αυτ. 585).

[<ουσ. μόδιος + κατάλ. ‑ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόδιο το [móδio] Ο40 : μέτρο χωρητικότητας που το χρησιμοποιούσαν για τη μέτρηση ξηρών καρπών και ιδίως σιτηρών.

[λόγ. < μσν. μόδιον < ελνστ. ὁ μόδιος (μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.) < λατ. modius]

[Λεξικό Κριαρά]
μόδιον το· μόδι· μόδιν.
  • 1) Μόδιος (βλ. ά. 1):
    • στοιχεί το όλον μόδιον, ήγουν τας μ́ λίτρας το σιτηρόν κοκκία μυριάδας λδ́ ͵εχ́ (Metrol. 5232
    • (στην Κύπρο για τη μέτρηση αλατιού):
      • (Μαχ. 61215).
  • 2) Ως μονάδα μέτρησης επιφάνειας (βλ. μόδιος 2):
    • πιπράσκειν τῳ νομίσματι γην μοδίου ενός (Μetrol. 497).
  • 3) Για δήλ. πλήθους, μεγάλης ποσότητας:
    • αν γένει κτύπος πούποτε, μόδιν αγγέλους βλέπεις (Γλυκά, Στ. 149).

[μτγν. ουσ. μόδιον. Ο τ. ‑ι, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιν στο Du Cange και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μόδιος ο.
  • 1) Μέτρο χωρητικότητας δημητριακών, ξηρών καρπών και γενικά στεγνών προϊόντων ισοδύναμο με σαράντα λίτρες δημητριακών:
    • ειδέ τι του καρπίμου γένους και ξηρού τυγχάνει, οίον σίτου, …, μοδίῳ (ενν. χρώμεθα) (Metrol. 13517).
  • 2) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας ίση με σαράντα λίτρες ή διακόσιες τετραγωνικές οργιές:
    • (Metrol. 5217, 5018).

[μτγν. ουσ. μόδιος. Η λ. και σήμ. ως τοπων.]

[Λεξικό Κριαρά]
μοδισμός ο.
  • Υπολογισμός, μέτρηση έκτασης ή χωρητικότητας (σιτηρών) σε μοδίους:
    • 'Εστι του τοιούτου χωρίου ο μοδισμός μοδίων ν́ (Metrol. 913
    • το όλον μόδιον … εμβαίνει εις μοδισμόν ευφορίας (αυτ. 531).

[μτγν. ουσ. μοδισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοδίστρα η [moδístra] Ο25 : γυναίκα ειδικευμένη στην κατασκευή γυναικείων ρούχων: Πάει στη ~ για πρόβα. Πήρε στο σπίτι ~ για να ράψει ένα φόρεμα / μερικές φούστες. μοδιστρούλα η YΠΟKΟΡ. μοδιστρά κι το YΠΟKΟΡ η μαθητευόμενη μοδίστρα.

[λόγ. < γαλλ. modist(e) (ορθογρ. δαν.) με λαϊκή ανάπτ. [r] αναλ. προς τα υπόλ. θηλ. σε -τρα, π.χ. ράφτρα· μοδίστρ(α) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοδιστράδικο το [moδistráδiko] Ο41 : το εργαστήριο της μοδίστρας.

[μοδίστρ(α) -άδικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοδιστρική η [moδistrikí] Ο29 : η τέχνη της μοδίστρας.

[μοδίστρ(α) -ική, θηλ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες