Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μωσαϊκός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μωσαϊκός, επίθ.
  • Που σχετίζεται με το Μωϋσή:
    • εκφρ. μωσαϊκή βίβλος, μωσαϊκός νόμος = η Παλαιά Διαθήκη:
      • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 50v), (Διγ. A 3864).

[μτγν. επίθ. μωσαϊκός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μωσαϊκός -ή -ό [mosaikós] Ε1 : που έχει σχέση με το Mωυσή: Ο ~ νόμος, στον οποίο στηρίζεται η θρησκεία των Εβραίων.

[λόγ. < ελνστ. μωσαϊκός < Μωσαϊκός `που αναφέρεται στο Μωυσή΄ < Μωσῆς, Μωυσῆς < εβρ. Mósheh]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες