Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μωρός, επίθ.· άμωρος.
-
- 1) (Προκ. για πρόσωπο)
- α) ανόητος, κουτός:
- (Μαχ. 4806), (Αιτωλ., Βοηβ. 204)·
- (υβριστ.):
- ο μωρός και ο μεθυσμένος λαός της Αμοχούστου (Μαχ. 31426)·
- (σε κλητ. προσφών. μειωτ.):
- Μωρές κουζουλοκοπελιές, είντα 'ναι τά μιλείτε; (Πανώρ. Δ́ 55)·
- β) απερίσκεπτος, άμυαλος· που δεν επιδεικνύει σύνεση:
- φυλακισμένος ων μωρός πάλιν ην λέγων μωρίας ρήματα (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 255)·
- (σε σχ. υπαλλαγής):
- Η γαρ μωρά των Ρωμαίων συναγωγή εσκέψατό τινα ματαίαν βουλήν (Δούκ. 2937).
- α) ανόητος, κουτός:
- 2) Διανοητικά καθυστερημένος:
- παίδες μωρών ή δαιμονιάρων (Ελλην. νόμ. 55423).
- 3) (Προκ. για ενέργεια)
- α) που είναι αποτέλεσμα μωρίας:
- μωρόν τούτο το έργον (Ερμον. Χ 296)·
- β) που δείχνει μωρία:
- μωρά και άπρεπα λόγια (Σοφιαν., Παιδαγ. 100).
- α) που είναι αποτέλεσμα μωρίας:
- 4) (Προκ. για τη σοφία του Θεού) που εμφανίζεται ανόητη, πολύ απλοϊκή στα μάτια των απίστων:
- την μωρήν σοφίαν του Θεού, την σοφοτέραν παρά την σοφίαν των ανθρώπων, σημαίνει η φάτνη (Πηγά, Χρυσοπ. 261 (30)).
- 5) (Θρησκ.) που δεν έχει επίγνωση του αληθινού Θεού:
- γένος μωρόν και άπιστον (Διακρούσ. 11226).
- Το αρσ. ως ουσ. = ο ανόητος άνθρωπος:
- (Διδ. Σολομ. P 133)·
- (σε παροιμ.):
- Γίνεται ο ξένος του μωρού σαμάριν και καθίζει (Περί ξεν. 58).
- Το θηλ. ως επιφ. έκφρ. συν. με προσβλητική ή επιτιμητική χροιά:
- Μωρή βρομοστενίτισσα και μυριοκαπνισμένη (Πουλολ. 138).
[αρχ. επίθ. μωρός. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πρόσωπο)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μωρός -ή / -ά -ό [morós] Ε1, Ε2 : (λόγ.) ανόητος: ~ άνθρωπος, βλάκας. ΦΡ μωρά παρθένος*.
[λόγ. < αρχ. μωρός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροσπανός, επίθ.
-
- Που δεν είναι εντελώς σπανός:
- μωροσπανός, μωρογεμάτος (ενν. ο παπακυρ-Δημήτριος) (Συναδ. φ. 22r).
[<μωρο‑ + επίθ. σπανός]
- Που δεν είναι εντελώς σπανός:
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροσωζάτος, επίθ.
-
- Που εξασφαλίζει κάπως τα αναγκαία, που βρίσκεται σε μέτρια οικονομική κατάσταση:
- συμμαζιχτικόν μοναστήρι και μωροσωζάτο (Συναδ. φ. 37r).
[<μωρο‑ + επίθ. σωζάτος]
- Που εξασφαλίζει κάπως τα αναγκαία, που βρίσκεται σε μέτρια οικονομική κατάσταση: