Παράλληλη αναζήτηση
32 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μωρό το [moró] Ο38 : 1. νεογέννητο παιδί μέχρι ηλικίας δύο ετών περίπου· βρέφος: Tο ~ κοιμάται στην κούνια του. Είναι ήσυχο το ~ σου; Δεν μπόρεσαν να βγουν γιατί δεν είχαν πού να αφήσουν το ~. Nάνι νάνι το ~ μου, ως νανούρισμα. Είναι ακόμα ~ παιδί, είναι πολύ μικρό. 2α. για πρόσωπο που γενικά συμπεριφέρεται όπως τα μωρά: Mην είσαι / μη γίνεσαι ~. ~ είσαι και δεν καταλαβαίνεις; β. ιδίως ως οικεία προσφώνηση για πολύ αγαπημένο πρόσωπο: Έλα, ~ μου, να σε πάρω στην αγκαλιά μου.
μωράκι το YΠΟKΟΡ. μωρουδάκι το YΠΟKΟΡ. (σπάν.) μωρουδέλι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μωρόν, ουσιαστικοπ. ουδ. αρχ. επιθ. μωρός· μωρ(ό) -ουδάκι· μωρ(ό) -ουδέλι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μωρό το,
- βλ. μωρόν.
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροαπρομήθευτος, επίθ.
-
- Ελάχιστα προνοητικός:
- (Συναδ. φ. 41v).
[<μωρο‑ + επίθ. απρομήθευτος]
- Ελάχιστα προνοητικός:
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροατζίγγανος ο,
- βλ. μοροατσίγγανος.
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροαχαμνός, επίθ.
-
- Που έχει περιορισμένες δυνατότητες σε κ.:
- από γράμματα μωροαχαμνός (Συναδ. φ. 45r).
[<μωρο‑ + επίθ. αχαμνός]
- Που έχει περιορισμένες δυνατότητες σε κ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροαψύς, επίθ.
-
- Λίγο ευέξαπτος:
- (Συναδ. φ. 74v).
[<μωρο‑ + επίθ. αψύς]
- Λίγο ευέξαπτος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροβραδύγλωσσος, επίθ.
-
- Λίγο βραδύγλωσσος:
- (Συναδ. φ. 45r).
[<μωρο‑ + επίθ. βραδύγλωσσος]
- Λίγο βραδύγλωσσος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μωρογεμάτος, επίθ.
-
- Γεματούτσικος, λίγο παχύς:
- (Συναδ. φ. 22r).
[<μωρο‑ + επίθ. γεμάτος]
- Γεματούτσικος, λίγο παχύς:
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροθαύμαστος, επίθ.
-
- Που θαυμάζει ασήμαντα πράγματα, ανόητος:
- τα μωροθαύμαστα γένη των Τούρκων (Καναν. 232).
[<επίθ. μωρός + θαυμάζω· πβ. μωραγάπητος. Τ. ‑θάμαχτος, κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]
- Που θαυμάζει ασήμαντα πράγματα, ανόητος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροκόπελο το.
-
- Ανόητο παιδί:
- (Στάθ. Β́ 51).
[<επίθ. μωρός + ουσ. κοπέλι. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)· τ. ‑λλο ιδιωμ.]
- Ανόητο παιδί: