Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μωροσπανός, επίθ.
-
- Που δεν είναι εντελώς σπανός:
- μωροσπανός, μωρογεμάτος (ενν. ο παπακυρ-Δημήτριος) (Συναδ. φ. 22r).
[<μωρο‑ + επίθ. σπανός]
- Που δεν είναι εντελώς σπανός: