Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μωρολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μωρολογώ.
  • Λέω ανοησίες, φλυαρώ ανόητα:
    • (Βίος Αλ. 658).

[μτγν. μωρολογέω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες