Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μωρολογία η [morolojía] Ο25 : (λόγ.) ανόητα λόγια.
[λόγ. < αρχ. μωρολογία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μωρολογία η.
-
- Ανόητη φλυαρία, ανοησία:
- (Ψευδο-Σφρ. 44424).
[αρχ. ουσ. μωρολογία. Η λ. και σήμ.]
- Ανόητη φλυαρία, ανοησία: