Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μωρία η [moría] Ο25 : (λόγ.) ανοησία, βλακεία.
[λόγ. < αρχ. μωρία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μωρία η· αμωρία.
-
- 1)
- α) Ανοησία, αφροσύνη:
- (Διγ. Z 236), (Λίβ. Esc. 444)·
- β) (προκ. για το χριστιανικό κήρυγμα):
- αποκαλούσιν οι μωροί το κήρυγμα μωρίαν (Γλυκά., Αναγ. 241).
- α) Ανοησία, αφροσύνη:
- 2)
- α) (Συνεκδ.) ανόητη, απερίσκεπτη πράξη:
- έποικα μωρίες πολλές για πόθον (Θησ. Έ [922])·
- β) πράξη, κατόρθωμα της παιδικής ηλικίας κάπ.:
- Εδά ας σας αφηγήσομαι περί τας αμωρίας του (ενν. του Διγενή) (Διγ. Esc. Παράρτ. Β́ 619).
- α) (Συνεκδ.) ανόητη, απερίσκεπτη πράξη:
[αρχ. ουσ. μωρία. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)