Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μωρά, επίρρ.
-
- Απερίσκεπτα, ανόητα:
- θεό σου μωρά λατρεύεις το χρουσάφι (Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. 18).
[<επίθ. μωρός]
- Απερίσκεπτα, ανόητα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μωραγάπητος, επίθ.
-
- Που αγαπά κάπ. υπερβολικά, που του έχει «αδυναμία»· (με γεν.):
- Ο καβαλλάρης, μωραγάπητος του υιού του … (Μαχ. 24422).
[πιθ. <επίθ. μωρός ή επίρρ. μωρά + αγαπώ· πβ. μωροθαύμαστος (ά.), μωροπίστευτος (Somav., Κριαρά)]
- Που αγαπά κάπ. υπερβολικά, που του έχει «αδυναμία»· (με γεν.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μωραίνω [moréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : κάνω κπ. βλάκα ή ανόητο. (απαρχ. έκφρ.) μωραίνει Kύριος
ή μωραίνει Kύριος ον βούλεται απολέσαι, ο Θεός αποβλακώνει όποιον θέλει να καταστρέψει.
[λόγ. < ελνστ. μωραίνω, αρχ. σημ.: `είμαι χαζός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μωραίνω.
-
- Ά (Αμτβ.) ενεργώ, συμπεριφέρομαι σαν ανόητος:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1634).
- Β́ (Μτβ.) αποδεικνύω κάπ. ή κ. ανόητο:
- η σοφία αυτών εμωράνθη (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 54r)·
[αρχ. μωραίνω. Η λ. και σήμ.]
- Ά (Αμτβ.) ενεργώ, συμπεριφέρομαι σαν ανόητος: