Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μωλωπίζω [molopízo] -ομαι Ρ2.1 : χτυπώ κπ. και του προκαλώ μώλωπες.
[λόγ. < ελνστ. μωλωπίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μωλωπίζω.
-
- Τραυματίζω:
- (Γλυκά, Στ. 509).
[μτγν. μωλωπίζω. Η λ. και σήμ.]
- Τραυματίζω: