Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μωαμεθανικός -ή -ό [moameθanikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μωαμεθανισμό ή στους μωαμεθανούς· μουσουλμανικός: Mωαμεθανική θρησκεία. || (ως ουσ.) το μωαμεθανικό, ο σοδομισμός.
[λόγ. μωαμεθαν(ός) -ικός μτφρδ. γαλλ. mahométan]