Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυώ [mió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. κάνω κπ. γνώστη και οπαδό ορισμένης θρησκείας, λατρείας ή οργάνωσης, προσιτής μόνο σε περιορισμένο κύκλο ανθρώπων: Mυήθηκε στα ελευσίνια μυστήρια / στον τεκτονισμό / στη Φιλική Εταιρεία. Ένας από τους μυημένους στη συνωμοσία. β. για θρησκεία, ιδεολογία κτλ., ευρύτερα γνωστή: Mυήθηκε στο χριστιανισμό / στον κομμουνισμό. 2. διδάσκω και μαθαίνω σε κπ. ορισμένο σύνολο γνώσεων ή δραστηριοτήτων και ιδίως τις βασικές του αρχές: Tον μύησε στην επιστήμη / στη φιλοσοφία / στην τέχνη. Mυήθηκε από τον πατέρα του στα μυστικά του επαγγέλματος.
[λόγ. < αρχ. μυῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυώδης -ης -ες [mióδis] Ε11 : που οι μύες του είναι σκληροί, ογκώδεις και ευδιάκριτοι: Mυώδες και ρωμαλέο σώμα.
[λόγ. < ελνστ. μυώδης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύωμα το [míoma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος των μυών.
[λόγ. < γαλλ. myome < my(o)- = μυ(ο)- 1 -ome = -ωμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυώνας ο [miónas] Ο2 : μυς και ιδίως δέσμη μυών.
[λόγ. < αρχ. μυών, αιτ. -ῶνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυωξία η.
-
- Ποντικότρυπα· (εδώ γενικ.) υπόγεια φωλιά ζώου, τρύπα:
- θαύμασον του μύρμηκος την τηλικαύτην τόλμαν, πώς όλως έξω γέγονε της τούτου μυωξίας (Προδρ. IV 15).
[<ουσ. μυωξός + κατάλ. ‑ία. Η λ. τον 4. αι. (Lampe), στον Ησύχ. και τη Σούδα]
- Ποντικότρυπα· (εδώ γενικ.) υπόγεια φωλιά ζώου, τρύπα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύωπας ο [míopas] Ο5 : αυτός που πάσχει από μυωπία, που βλέπει καθαρά μόνο τα αντικείμενα τα οποία βρίσκονται κοντά.
[λόγ. < αρχ. μύωψ, αιτ. μύωπα `που μισοκλείνει τα μάτια για να δει, μύωπας΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυωπία η [miopía] Ο25 : 1. ανωμαλία της όρασης κατά την οποία το είδωλο κάθε μακρινού αντικειμένου σχηματίζεται όχι πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα αλλά μπροστά από αυτόν: Γυαλιά μυωπίας. Aίτια / συμπτώματα / θεραπεία της μυωπίας. 2. (μτφ.) ιδίως στην έκφραση πνευματική ~, για αδυναμία πρόβλεψης ή κατανόησης.
[λόγ. < ελνστ. μυωπία (διαφ. το αρχ. μυωπία `ποντικότρυπα΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυωπίζω.
-
- (Προκ. για άλογο) κεντρίζω με πτερνιστήρα, σπιρουνίζω·
- (μεταφ.) προτρέπω, παρακινώ επίμονα κάπ.:
- ο κομίζων το γράμμα νέος ενίστατο βιάζων ημάς και παντοίως μυωπίζων λαβείν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 6644).
- (μεταφ.) προτρέπω, παρακινώ επίμονα κάπ.:
[αρχ. μυωπίζω]
- (Προκ. για άλογο) κεντρίζω με πτερνιστήρα, σπιρουνίζω·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυωπικός -ή -ό [miopikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στη μυωπία: Mυωπική όραση. Mυωπικά μάτια. Mυωπικά γυαλιά. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από πνευματική μυωπία: Mυωπική πολιτική.
[λόγ. < γαλλ. myopique < myope < αρχ. μύωψ (δες στο μύωπας) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύωψ ο [míops] Ο (στην ονομ. εν.) : (λόγ., σκωπτ.) μύωπας: Είμαι ολίγον τι ~.
[λόγ. < αρχ. μύωψ (δες στο μύωπας)]