Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυϊκός -ή -ό [miikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους μυς: Mυϊ κή δύναμη / συστολή. || (ανατ.): Mυϊκό σύστημα, το σύνολο των μυών του σώματος. Mυϊκές ίνες, από τις οποίες σχηματίζεται κάθε μυς. ~ ιστός, από τον οποίο αποτελούνται οι μυϊκές ίνες. || (βιολ.): ~ τόνος, η κατάσταση συστολής των μυών, η οποία διευκολύνει την ετοιμότητά τους. Mυϊκή αίσθηση, που αφορά την κατάσταση των μυών και τη θέση του σώματος στο χώρο.
[λόγ. < αρχ. μυ- (μῦς) -ικός μτφρδ. γαλλ. muscu laire]