Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυχός ο [mixós] Ο17 : το εσώτατο σημείο ενός κόλπου, λιμανιού κτλ.: H Θεσσαλονίκη είναι χτισμένη στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου.
[λόγ. < αρχ. μυχός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυχός ο.
-
- Το εσώτατο μέρος, το βάθος:
- (Δούκ. 21322).
[αρχ. ουσ. μυχός. Η λ. και σήμ.]
- Το εσώτατο μέρος, το βάθος: