Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυτερός -ή -ό [miterós] Ε1 : που έχει ή καταλήγει σε αιχμηρό άκρο· σουβλερός, αιχμηρός: Mυτερό μαχαίρι / καρφί. Mυτερό παπούτσι / τακούνι. Mυτερά δόντια / βράχια. Οι μυτερές κορυφές των βουνών.
[μσν. μυτερός < μύτ(η) -ερός]