Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυτάρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μυτάρα η.
  • Μεγάλη μύτη· (εδώ υβριστ.):
    • (Συναξ. γυν. 831).

[<ουσ. μύτη + κατάλ. ‑άρα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυταράς ο [mitarás] Ο1 θηλ. μυταρού [mitarú] Ο37 : (οικ.) άνθρωπος με μεγάλη μύτη.

[μύτ(η) -αράς· μυταρ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες