Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστικότητα η [mistikótita] Ο28 : η ιδιότητα του μυστικού, εκείνου που γίνεται ή που ασκείται μυστικά: Πλήρης / απόλυτη ~. Παραβιάζεται η ~ της ψηφοφορίας. Tήρηση της μυστικότητας, ένα από τα βασικά καθήκοντα κάθε συνωμότη.
[λόγ. μυστικ(ός) -ότης > -ότητα]