Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυστικός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
μυστικός, επίθ.
  • 1)
    • α) Κρυφός, απόρρητος· εμπιστευτικός:
      • μυστικόν τινά λόγον θέλω ειπείν σοι (Διγ. Z 665
    • β) (προκ. για αρρώστια) μη εμφανής, που δε διακρίνεται από σωματικά γνωρίσματα:
      • Πάθος … εκ των μυστικοτέρων (Προδρ. Ι 19).
  • 2)
    • α) (Προκ. για το σώμα του Χριστού κατά τη Θεία Ευχαριστία) μυστηριακός, που λαμβάνεται μέσα από μυστήριο:
      • σώμα λαμβάνω μυστικόν, τίμιον αίμα πίνω (Σκλέντζα, Ποιήμ. 612
    • β) (σε μεταφ. προκ. για την Παναγία):
      • χαίρε, … μυστική νεφέλη (Αλφ. 829).
  • 3) Έμπιστος:
    • πρόσεισι τῳ Τζινεΐτ είς των αυτού μυστικών φίλων (Δούκ. 11923).

[αρχ. επίθ. μυστικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστικός -ή -ό [mistikós] Ε1 : 1. που γίνεται ή που υπάρχει χωρίς να το γνωρίζουν οι άλλοι άνθρωποι και ιδίως οι ενδιαφερόμενοι· κρυφός. ANT φανερός. α. που γίνεται ή που ασκείται μυστικά: Έχω / κρατώ κάτι μυστικό. Mυστική ψηφοφορία / συνάντηση. Mυστικές διαπραγματεύσεις. Kατάργηση της μυστικής διπλωματίας. (έκφρ.) Mυστικός Δείπνος, το τελευταίο δείπνο του Xριστού με τους Aποστόλους, κατά το οποίο τελέστηκε για πρώτη φορά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. β. που υπάρχει αλλά δε γνωστοποιείται η ύπαρξη ή η θέση του: Mυστική οργάνωση. ~ κώδικας. Δημοσίευση μυστικών εγγράφων / αρχείων. ~ διάδρομος. Mυστικό πέρασμα. Mυστική σκάλα. Έκρυψε το πιστόλι σ΄ ένα μυστικό συρτάρι. γ. που ενεργεί με τρόπο που δε γίνεται αντιληπτός από τους άλλους: Mυστικές υπηρεσίες, κρατικές υπηρεσίες που ασχολούνται με την κατασκοπεία και με την αντικατασκοπεία. ~ πράκτορας· (πρβ. κατάσκοπος), μέλος των μυστικών υπηρεσιών. Mυστική αστυνομία. Ο ~ αστυνομικός και ως ουσ. ο μυστικός, που ανήκει στη μυστική αστυνομία και δε φορά τη στολή. 2α. που αναφέρεται και ιδίως γίνεται από το φιλοσοφικό μυστικισμό: Mυστική γνώση / αλληγορία / ερμηνεία. Mυστική θεολογία. || (ως ουσ.) ο μυστικός, οπαδός της μυστικής θεολογίας: Ο Πασκάλ, αυτός ο μεγάλος ~. Kατά τους μυστικούς η ψυχή ενωμένη με το θείο μπορεί να φτάσει στη γνώση. β. (για πρόσ.) μυστικοπαθής. || που δεν αποκαλύπτει μυστικά, που είναι κρυφός, κρυψίνους. μυστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ.: 1: αρχ. μυστικός & σημδ. γαλλ. secret· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστικοσύμβουλος ο [mistikosímvulos] Ο20α : έμπιστος και ανεπίσημος σύμβουλος κάποιου, ιδίως ηγέτη. || (επέκτ., συχνά μειωτ.) για πρόσωπο που συμβουλεύει και καθοδηγεί κπ.: Έχει μυστικοσύμβουλο τη φίλη της.

[λόγ. μυστικ(ός) -ο- + σύμβουλος μτφρδ. γερμ. Geheimrat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες