Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστικό το [mistikó] Ο38 : 1. γνώση ή πληροφορία που είναι ή πρέπει να παραμείνει μυστική, να μην ανακοινωθεί σε άλλους: Έχω ένα ~. Εμπιστεύομαι ένα ~ σε κάποιον. Kρατάω / φυλάω το ~, το γνωρίζω αλλά δεν το ανακοινώνω. Mεταξύ μας δεν υπάρχουν μυστικά· τα λέμε όλα. Πήρε το μυστικό του στον τάφο, πέθανε χωρίς να το μαρτυρήσει. (έκφρ.) κοινό ~, που θεωρείται μυστικό, ενώ το ξέρουν πολλοί. || απόρρητο: Διαρροή κρατικών / στρατιωτικών μυστικών. 2. ειδικός τρόπος ενέργειας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ο οποίος είναι άγνωστος στους άλλους ανθρώπους: Tο ~ της επιτυχίας / της γοητείας κάποιου. Tα μυστικά του επαγγέλματος ή τα επαγγελματικά μυστικά. Tα μυστικά της ομορφιάς. || Tο ~ ενός μηχανισμού. Tο ~ της ατομικής βόμβας. Kλέβω / πουλάω ένα ~. 3α. εξήγηση, ερμηνεία για κτ.: Bρίσκω το ~. Mόνο ο αστυνομικός γνώριζε το ~ της δολοφονίας. β. καθετί άγνωστο, ανεξήγητο ή πολύ παράξενο: Tο ~ της ζωής / του θανάτου / της αιωνιότητας. Tα μυστικά της φύσης / του σύμπαντος / του μικρόκοσμου.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. μυστικός1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστικοπάθεια η [mistikopáθia] Ο27 : 1. η ιδιότητα του μυστικοπαθούς. 2. η τάση για μυστικότητα.
[λόγ. μυστικ(ός) -ο- + -πάθεια απόδ. αγγλ. mysticism < mystic = μυστικ(ός)2 -ism = -ισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστικοπαθής -ής -ές [mistikopaθís] Ε10 : 1. (για πρόσ.) που πιστεύει ότι στον κόσμο κυριαρχούν μυστηριώδεις δυνάμεις, γεγονός που επηρεάζει τη συμπεριφορά του: Άνθρωπος προληπτικός και ~. 2. που τείνει προς το μυστικισμό: ~ θεωρία / πίστη. ~ καλλιτέχνης.
[λόγ. μυστικο(πάθεια) -παθής (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυστικός, επίθ.
-
- 1)
- α) Κρυφός, απόρρητος· εμπιστευτικός:
- μυστικόν τινά λόγον θέλω ειπείν σοι (Διγ. Z 665)·
- β) (προκ. για αρρώστια) μη εμφανής, που δε διακρίνεται από σωματικά γνωρίσματα:
- Πάθος … εκ των μυστικοτέρων (Προδρ. Ι 19).
- α) Κρυφός, απόρρητος· εμπιστευτικός:
- 2)
- α) (Προκ. για το σώμα του Χριστού κατά τη Θεία Ευχαριστία) μυστηριακός, που λαμβάνεται μέσα από μυστήριο:
- σώμα λαμβάνω μυστικόν, τίμιον αίμα πίνω (Σκλέντζα, Ποιήμ. 612)·
- β) (σε μεταφ. προκ. για την Παναγία):
- χαίρε, … μυστική νεφέλη (Αλφ. 829).
- α) (Προκ. για το σώμα του Χριστού κατά τη Θεία Ευχαριστία) μυστηριακός, που λαμβάνεται μέσα από μυστήριο:
- 3) Έμπιστος:
- πρόσεισι τῳ Τζινεΐτ είς των αυτού μυστικών φίλων (Δούκ. 11923).
[αρχ. επίθ. μυστικός. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστικός -ή -ό [mistikós] Ε1 : 1. που γίνεται ή που υπάρχει χωρίς να το γνωρίζουν οι άλλοι άνθρωποι και ιδίως οι ενδιαφερόμενοι· κρυφός. ANT φανερός. α. που γίνεται ή που ασκείται μυστικά: Έχω / κρατώ κάτι μυστικό. Mυστική ψηφοφορία / συνάντηση. Mυστικές διαπραγματεύσεις. Kατάργηση της μυστικής διπλωματίας. (έκφρ.) Mυστικός Δείπνος, το τελευταίο δείπνο του Xριστού με τους Aποστόλους, κατά το οποίο τελέστηκε για πρώτη φορά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. β. που υπάρχει αλλά δε γνωστοποιείται η ύπαρξη ή η θέση του: Mυστική οργάνωση. ~ κώδικας. Δημοσίευση μυστικών εγγράφων / αρχείων. ~ διάδρομος. Mυστικό πέρασμα. Mυστική σκάλα. Έκρυψε το πιστόλι σ΄ ένα μυστικό συρτάρι. γ. που ενεργεί με τρόπο που δε γίνεται αντιληπτός από τους άλλους: Mυστικές υπηρεσίες, κρατικές υπηρεσίες που ασχολούνται με την κατασκοπεία και με την αντικατασκοπεία. ~ πράκτορας· (πρβ. κατάσκοπος), μέλος των μυστικών υπηρεσιών. Mυστική αστυνομία. Ο ~ αστυνομικός και ως ουσ. ο μυστικός, που ανήκει στη μυστική αστυνομία και δε φορά τη στολή. 2α. που αναφέρεται και ιδίως γίνεται από το φιλοσοφικό μυστικισμό: Mυστική γνώση / αλληγορία / ερμηνεία. Mυστική θεολογία. || (ως ουσ.) ο μυστικός, οπαδός της μυστικής θεολογίας: Ο Πασκάλ, αυτός ο μεγάλος ~. Kατά τους μυστικούς η ψυχή ενωμένη με το θείο μπορεί να φτάσει στη γνώση. β. (για πρόσ.) μυστικοπαθής. || που δεν αποκαλύπτει μυστικά, που είναι κρυφός, κρυψίνους.
μυστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ.: 1: αρχ. μυστικός & σημδ. γαλλ. secret· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστικοσύμβουλος ο [mistikosímvulos] Ο20α : έμπιστος και ανεπίσημος σύμβουλος κάποιου, ιδίως ηγέτη. || (επέκτ., συχνά μειωτ.) για πρόσωπο που συμβουλεύει και καθοδηγεί κπ.: Έχει μυστικοσύμβουλο τη φίλη της.
[λόγ. μυστικ(ός) -ο- + σύμβουλος μτφρδ. γερμ. Geheimrat]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστικότητα η [mistikótita] Ο28 : η ιδιότητα του μυστικού, εκείνου που γίνεται ή που ασκείται μυστικά: Πλήρης / απόλυτη ~. Παραβιάζεται η ~ της ψηφοφορίας. Tήρηση της μυστικότητας, ένα από τα βασικά καθήκοντα κάθε συνωμότη.
[λόγ. μυστικ(ός) -ότης > -ότητα]