Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυστικοσύμβουλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστικοσύμβουλος ο [mistikosímvulos] Ο20α : έμπιστος και ανεπίσημος σύμβουλος κάποιου, ιδίως ηγέτη. || (επέκτ., συχνά μειωτ.) για πρόσωπο που συμβουλεύει και καθοδηγεί κπ.: Έχει μυστικοσύμβουλο τη φίλη της.

[λόγ. μυστικ(ός) -ο- + σύμβουλος μτφρδ. γερμ. Geheimrat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες