Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστικοπαθής -ής -ές [mistikopaθís] Ε10 : 1. (για πρόσ.) που πιστεύει ότι στον κόσμο κυριαρχούν μυστηριώδεις δυνάμεις, γεγονός που επηρεάζει τη συμπεριφορά του: Άνθρωπος προληπτικός και ~. 2. που τείνει προς το μυστικισμό: ~ θεωρία / πίστη. ~ καλλιτέχνης.
[λόγ. μυστικο(πάθεια) -παθής (αναδρ. σχημ.)]