Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστικοπάθεια η [mistikopáθia] Ο27 : 1. η ιδιότητα του μυστικοπαθούς. 2. η τάση για μυστικότητα.
[λόγ. μυστικ(ός) -ο- + -πάθεια απόδ. αγγλ. mysticism < mystic = μυστικ(ός)2 -ism = -ισμός]