Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυστικά, επίρρ.
-
- 1)
- α) Με μυστικότητα, κρυφά:
- Περί διαθήκης πατρός προς τα παιδία αυτού μυστικά (Βακτ. αρχιερ. 145)·
- β) εμπιστευτικά, ιδιαιτέρως:
- μυστικά εφανέρωσα τό θέλ’ η πεθυμιά σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [32]).
- α) Με μυστικότητα, κρυφά:
- 2) ?Με μυστική, προφητική ικανότητα, με θεϊκή καθοδήγηση:
- Φραγκίσκε τρισμακάριε, … Χριστού αντίτυπον σ’ έχεν προμηνυτέψει κι εδώ στον κόσμον μυστικά ο Ιωάννης πέψει (Σκλέντζα, Ποιήμ. 528).
[<επίθ. μυστικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)