Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυστηριώδης, επίθ.
-
- (Θρησκ.) που κρύβει κάπ. μυστήριο, κάπ. βαθύτερη πνευματική έννοια:
- εν τῳ Σιναίῳ όρει … ελαλήθησαν … πράγματα μυστηριώδη (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 66).
[μτγν. επίθ. μυστηριώδης. Η λ. και σήμ.]
- (Θρησκ.) που κρύβει κάπ. μυστήριο, κάπ. βαθύτερη πνευματική έννοια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστηριώδης -ης -ες [mistirióδis] Ε11 : που είναι άγνωστος και ιδίως ανεξήγητος ή πολύ παράξενος: Mια ~ υπόθεση / εξαφάνιση. Δολοφονήθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Mυστηριώδες ύφος / βλέμμα.
μυστηριωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. μυστήρι(ον)Ι2β -ώδης (πρβ. ελνστ. μυστηριώδης `όπως σε μυστήρια΄)· λόγ. μυστηριώδ(ης) -ώς]