Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστήριο το [mistírio] Ο40 : I1. κάθε τελετή της χριστιανικής εκκλησίας με την οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο η Θεία Xάρη: Tο ~ της βαπτίσεως / του χρίσματος. Tα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας. Προαιρετικά / υποχρεωτικά μυστήρια. Tέλεση ενός μυστηρίου. Tα άχραντα μυστήρια, η Θεία Ευχαριστία. || (επέκτ.) για χαρακτηρισμό μιας θεάρεστης πράξης: Είναι ~ η ελεημοσύνη. 2α. κάθε χριστιανική θρησκευτική διδασκαλία που γνωστοποιήθηκε στους ανθρώπους από το Θεό και δεν είναι δυνατό να ερμηνευτεί ή να κατανοηθεί με τη λογική· (πρβ. δόγμα): Tο ~ της θείας ενσάρκωσης / της δημιουργίας. β. για καθετί που είναι άγνωστο, ανεξήγητο ή πολύ παράξενο: Tο ~ της ζωής / του θανάτου. Περιβάλλεται κτ. από πυκνό ~ / έναν πέπλο μυστηρίου. «Tα Mυστήρια της Kεφαλλονιάς», γνωστό έργο του Λασκαράτου. Διηγήματα / ιστορίες τρόμου και μυστηρίου. || Είναι κάποιος / κάτι ~. Είναι ~ πώς ζει με τόσο λίγα χρήματα. II1. (πληθ.) σύνολο από διδασκαλίες και τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, στις οποίες συμμετείχαν μόνο οι μυημένοι: Ορφικά / ελευσίνια μυστήρια. 2. είδος μεσαιωνικού θεατρικού έργου θρησκευτικού περιεχομένου.
[λόγ.: ΙΙ1: αρχ. μυστήριον· Ι: ελνστ. σημ.· ΙΙ2: σημδ. γαλλ. mystère < αρχ. μυστήριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυστήριο το· μυστήριο.
-
- 1) Μυστική τελετή, ιεροτελεστία:
- (Βίος Αλ. 5092), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [297]).
- 2)
- α) Θρησκευτική αλήθεια που αποκαλύφθηκε από το Θεό:
- πας λόγος θείος μυστήρια θεολογίας ανακαλύπτει (Πηγά, Χρυσοπ. 51(4))·
- β) (θεολ.) δόγμα:
- το μυστήριον της Αγίας Τριάδος (Έκθ. χρον. 1926).
- α) Θρησκευτική αλήθεια που αποκαλύφθηκε από το Θεό:
- 3) (Εκκλ.)
- α) προκ. για τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας:
- (Ασσίζ. 2803), (Ιστ. Βλαχ. 2204)·
- β) (στον πληθ.) προκ. για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας:
- μεταλαμβανόμενος των αγίων μυστηρίων (Σεβήρ., Διαθ. 1895)·
- τα άχραντα μυστήρια (Ιστ. Βλαχ. 1660).
- α) προκ. για τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας:
- 4) Ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού
- α) (προκ. για το Θεό των χριστιανών):
- (Απολλών. 672)·
- ποια γνώση δύνεται ποτέ να λογαριάσει τα του Θεού μυστήρια; (Θυσ. 724).
- β) (γενικ.):
- ο Χρόνος τα μυστήρια της Τύχης ου γινώσκει (Λόγ. παρηγ. O 285).
- α) (προκ. για το Θεό των χριστιανών):
- 5)
- α) Παράδοξο και ανεξήγητο γεγονός (συν. με τα επίθετα ξένος, παράδοξος, φοβερός, φρικτός):
- (Αλφ. καταν. 116), (Ιστ. πατρ. 11813)·
- είδα μυστήριον φοβερόν (Λίβ. Esc. 112· Λίβ. P 218)·
- β) (προκ. για το θάνατο):
- (Διγ. Esc. 1730)·
- γ) θαύμα:
- τα μυστήρια του Ιησού Χριστού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 296r).
- α) Παράδοξο και ανεξήγητο γεγονός (συν. με τα επίθετα ξένος, παράδοξος, φοβερός, φρικτός):
- 6) Προφητεία:
- το μυστήριον οπού ήκουσα από τον άγγελον Μιχαήλ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 90v).
- 7) (Στον πληθ.) εκκλησιαστικά σκεύη:
- τα αγαθά τα μυστήρια να τα έχουν κοσμικοί ουδέν πρέπει (Ασσίζ. 449).
- 8) Σύμβολο:
- έβαλεν εις τάξην γήινον ψωμί οπού βλέπεται εις μυστήριον του σώματός του (Χριστ. διδασκ. 151).
- 9) Παράξενο, αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα:
- ήτον αμπέλι ριζωτόν από υαλιού … και είδα εις εκείνο φοβερόν μυστήριον (Λίβ. P 1058).
- 10)
- α) Μυστικό:
- είπεν μου λόγους του κρυφούς, μυστήρια εδικά του (Λίβ. N 1168)·
- β) (προκ. για ερωτική σχέση):
- Ερώτων δε μυστήρια ερυθριώ του λέγειν (Διγ. Gr. 2149)·
- γ) κρατικό απόρρητο:
- Λαμβάνων παρά των Ρωμαίων μυστήρια τινά και ρίπτων εν τοις ωσί του Παγιαζίτ (Δούκ. 16125).
- α) Μυστικό:
- 11) Μυστικό σχέδιο· συνωμοτική ενέργεια:
- το κατά της Πόλεως απεκαλύφθη μυστήριον (Σφρ., Χρον. 188· Σουμμ., Ρεμπελ. 186).
- 12) Εμπιστευτικό μήνυμα, παραγγελία:
- με απέστειλεν … ο αδελφός σου να σε είπω του μυστήριόν του, το τι σε συμβουλεύει (Χρον. Μορ. H 3743)·
- έκφρ. ως εν μυστηρίῳ = κρυφά, εμπιστευτικά:
- (Σφρ., Χρον. 1413‑14).
[αρχ. ουσ. μυστήριον. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Μυστική τελετή, ιεροτελεστία:
[Λεξικό Κριαρά]
- μυστήριος, επίθ.
-
- Το αρσ. ως ουσ. = μύστης· κοινωνός· έμπιστος:
- να τον ποίσει φίλον εγκάρδιον της ψυχής, μυστήριον της αγάπης (Φλώρ. 1446).
[<αρχ. ουσ. μυστήριον. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Το αρσ. ως ουσ. = μύστης· κοινωνός· έμπιστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυστήριος -α -ο [mistírios] Ε6 : μυστηριώδης: Mυστήριο πράμα!, για απορία ή έκπληξη. ~ άνθρωπος / τύπος, που η συμπεριφορά του είναι παράξενη ή ανεξήγητη. || (ως ουσ.): Kάθε βράδυ περνά ένας ~ από την περιοχή.
[λόγ. μυστήρι(ον)Ι2β -ος]