Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυρώνω [miróno] -ομαι Ρ1 : 1. αλείφω το σώμα κάποιου ή ορισμένα σημεία του με μύρο: Kατά το χρίσμα ο παπάς μυρώνει το παιδί, το αλείφει με Άγιο Mύρο. Παιδί βαφτισμένο και μυρωμένο. 2. (λογοτ.) κάνω κπ. ή κτ. να μυρίζει ευχάριστα, να ευωδιάζει: Tα λουλούδια μύρωναν τον αέρα. || Ο μυρωμένος μπάτης.

[μσν. μυρώνω < αρχ. μυρ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
μυρώνω.
  • 1) Αλείφω με μύρο:
    • εγκαινίασέν τον (ενν. ο πατριάρχης τον σταυρόν) και εμύρωσέν τον (Μαχ. 7029).
  • 2) (Εκκλ.) αλείφω με άγιο μύρο μετά το βάφτισμα:
    • (Διγ. O 1207).

[αρχ. μυρόω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες