Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυρωδικό το [miroδikó] Ο38 : γενική ονομασία για: 1. προϊόντα φυτικής προέλευσης με αρωματική οσμή ή πικάντικη γεύση, που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως αρτύματα· (πρβ. μπαχαρικό): Δυόσμος, μαϊντανός, ρίγανη και άλλα μυρωδικά. Mαγειρεύει με πολλά μυρωδικά. 2. (σπάν.) οποιαδήποτε αρωματική ουσία.
[μσν. μυρωδικό ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μυρωδικός < μυρωδ(ία) -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυρωδικός, επίθ.
-
- Ευωδιαστός, αρωματικός:
- μυρωδικήν μερτίαν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [680])·
- καλάμι μυρωδικό (Πεντ. Έξ. ΧΧΧ 23).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Αρωματική ουσία:
- Πέμματα εκαπνίζοντο, μυρωδικά παντοία …, μόσχοι, κασίαι, καφουραί, άμπαρ και ξυλαλόαι (Διγ. A 2876).
- 2) Αρωματικό φυτό: μυρωδικά εφύτεψεν
- (Πεντ. Αρ. XXIV 6).
- 1) Αρωματική ουσία:
[<ουσ. μυρωδία + κατάλ. ‑ικός. Το ουδ. ως ουσ. και σήμ.]
- Ευωδιαστός, αρωματικός: