Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυρωδιά η [miroδjá] Ο24 : 1. ό,τι εκπέμπεται από τα διάφορα υλικά σώματα, ερεθίζει το αισθητήριο της όσφρησης και δημιουργεί έτσι το αντίστοιχο αίσθημα· οσμή: H ~ του φρεσκοψημένου ψωμιού / του καμένου φαγητού / των χαλασμένων τροφών. ΦΡ παίρνω ~ κπ. / κτ., αντιλαμβάνομαι: Ο φύλακας πήρε ~ τον κλέφτη και τον κυνήγησε. α. δυσάρεστη μυρωδιά· (πρβ. βρόμα, μπόχα): H ~ του βόθρου. Άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας για να φύγουν οι μυρωδιές. β. ευχάριστη μυρωδιά· (πρβ. ευωδιά, άρωμα): H ~ του λεμονιού. Οι μυρωδιές της άνοιξης. 2. (μτφ.) για μικρή ποσότητα: Δεν της έδωσαν ούτε ~ από το ψητό. || Aς πάρουμε κι εμείς μια ~ από Λατινικά, γεύση2β. (έκφρ.) για ~: Έφαγαν όλο το αρνί και δε μας άφησαν ούτε για ~.
[μσν. μυρωδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. μυρώδ(ης) `αρωματισμένος΄ -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυρωδία η· μερωδία· μυρωδιά.
-
- 1) Oσμή, μυρωδιά:
- η γης εδώκε μυρωδιά έμνοστη (Θησ. Ζ́ [462])·
- (ως σύστ. αντικ.):
- τα άνθη εμύριζαν … εύμορφην μυρωδίαν (Διγ. Άνδρ. 40019)·
- εμυρίστην τη μυρωδιά των ρούχων του (Πεντ. Γέν. XXVII 27).
- 2)
- α) Ευωδιά:
- η μυρωδία των καρπών και των ανθών ωσάν να εσυνερίζουνταν απ’ αλλήλων (Διγ. Άνδρ. 37426)·
- β) (συνεκδ.) λουλούδια και φυτά ευωδιαστά:
- αποκοιμήθηκεν απάνω εις τα ρόδα, … στας μυρωδίας εκείνας (Ιμπ. 658).
- α) Ευωδιά:
- 3) Προκ. για οσμή που προέρχεται από αναίμακτη ή αιματηρή θυσία στο Θεό:
- (Πεντ. Λευιτ. XXIII 13)·
- να καπνίσει το ξύγγι για μυρωδιά, ανάπαψη του Κύριου (Πεντ. Λευιτ. XVII 6).
- 4)
- α) Μύρο, άρωμα:
- (Ροδινός 234)·
- παίρνομεν … λίβανον και άλλες μυρωδίες … και αλείφομεν τας αγίας εικόνας (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 392v)·
- β) (μεταφ.) κόσμημα, στολίδι:
- μυρωδίαν εκάλει (ενν. την γυναίκα) του γένους αυτού (Παράφρ. Χων. 507).
- α) Μύρο, άρωμα:
- 5)
- α) Μυρωδιά φαγητού· νοστιμάδα:
- γροικώντας με να πω τα σαλτιτσούνια, θαρρώ να σου 'ρθε η μυρωδιά κι εκάτσε σου στ’ αρθούνια (Στάθ. Ά 118)·
- βάλλει και θρυμβόξυλα τινά προς μυρωδίαν (Προδρ. IV 374· Διήγ. παιδ. 383)·
- φρ. παίρνω μυρωδιά (κάπ. φαγητού) = δοκιμάζω:
- (Στάθ. Β́ 88)·
- β) μπαχαρικό:
- μέσα σ’ αυτά (ενν. τα φαγητά) βάνουσι (ενν. οι μάγειροι) τες κάλλιες μερωδίες που φέρνουν εκ την Ίντια και κάμνουν αρτυσίες (Ζήνου, Βατραχ. 73).
- α) Μυρωδιά φαγητού· νοστιμάδα:
- Φρ. βρομίζω τη μυρωδιά κάπ. = εκθέτω, καθιστώ κάπ. απεχθή, βδελυρό:
- (Πεντ. Έξ. V 21).
[<επίθ. μυρώδης (σχόλ.) + κατάλ. ‑ία· πβ. ευωδία. Τ. μερουδιά σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ. Η λ. τον 9. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Oσμή, μυρωδιά: