Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυρσίνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυρσίνη η [mirsíni] & μερσίνη η [mersíni] Ο30 : η μυρτιά.

[λόγ. < αρχ. μυρσίνη· τροπή του άτ. [ir > er] ]

[Λεξικό Κριαρά]
μυρσίνη η· μερσίνα· μερσίνη· σμυρσίνη.
  • α) Το φυτό μυρτιά:
    • (Ερωτοπ. 4
    • κλαδίν από μερσίνα (Λίβ. Esc. 975
    • (σε πιθ. αναφορά στην Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα):
      • να δοξάζομε (ενν. Δέσποινα) την άγια σου μερσίνη (Π. Ν. Διαθ. φ. 336 β 11
  • β) κλαδί μυρτιάς:
    • (Διγ. Gr. 1797
  • γ) ο καρπός της μυρτιάς:
    • μυρσίνην τετριμμένην (Ορνεοσ. 58220).

[αρχ. ουσ. μυρσίνη. Ο τ. (α) σε κυπρ. δημ. τραγ. Η λ. και ο τ. μερσ‑ και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες