Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυροφόρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μυροφόρος η.
  • (Εκκλ. στον πληθ.) οι γυναίκες που πήγαν στον τάφο του Ιησού για να αλείψουν το σώμα του με μύρα:
    • (Μυστ. 62).

[θηλ. του μτγν. επιθ. μυροφόρος ως ουσ. Η λ. στο Meursius (λ. ‑οι) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυροφόρος -α / -ος -ο [mirofóros] Ε14 : α. που μεταφέρει μύρο. || (ως ουσ.) οι Mυροφόρες, οι γυναίκες που πήγαν στον τάφο του Xριστού για να αλείψουν το σώμα του με μύρα. β. που παράγει μύρο, που περιέχει μύρο· ευώδης.

[λόγ. < ελνστ. μυροφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες