Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυροβλύτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Mυροβλύτης ο [mirovlítis] Ο10 : για άγιο που τα λείψανά του αναβλύζουν ευωδιά: Άγιος Δημήτριος ο ~.

[μσν. μυροβλύτης < μύρ(ον) -ο- + ελνστ. ρ. βλύ(ζω) `αναβρύζω΄ -της]

[Λεξικό Κριαρά]
μυροβλύτης ο.
(Προκ. για άγιο) αυτός που αναβλύζει μύρο και σκορπά γύρω του ευωδιά:
  • Δημήτριος … ο μυροβλύτης του Χριστού (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1924).

[<ουσ. μύρον + βλύζω. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες