Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυρμηκικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυρμηκικός -ή -ό [mirmikikós] & μυρμηγκικός -ή -ό [mirminikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μυρμήγκι. || (χημ.): Mυρμηκικό οξύ, οξύ που περιέχεται στο σώμα των μυρμηγκιών και άλλων εντόμων, καθώς και σε μερι κά φυτά και υγρά.

[λόγ. < αρχ. μυρμηκ- (δες στο μυρμήγκι) -ικός μτφρδ. γαλλ. acide formique· τροπή [k > g] κατά το μυρμήγκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες