Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυρμηγκοφάγος ο [mirmiŋgofáγos] Ο18 : ονομασία ζώων που τρέφονται με μυρμήγκια. || (ειδικότ.) θηλαστικό ζώο που τρέφεται με μυρμήγκια και τερμίτες, έχει μακρύ, μυτερό ρύγχος και μακριά, λεπτή γλώσσα που καλύπτεται με κολλώδη ουσία, με την οποία συλλαμβάνει την τροφή του.
[λόγ. < αρχ. μυρμηκ- (δες στο μυρμήγκι) -ο- + -φάγος μτφρδ. αγγλ. anteater ( [k > g] κατά το μυρμήγκι)]