Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυρμηγκιάζω [mirmingázo] Ρ2.1α : 1. (λογοτ.) είμαι ή φαίνομαι όπως τα μυρμήγκια από άποψη πλήθους ή κινητικότητας: Mυρμήγκιαζαν στην απέναντι όχθη οι εχθροί. 2. (οικ.) αισθάνομαι μυρμήγκιασμα.
[ελνστ. μυρμηκ(ιῶ) (μαρτυρείται στη σημ.: `έχω κρεατοελιές΄, σύγκρ. μυρμηγκιά) μεταπλ. -ιάζω με βάση το συνοπτ. θ. μυρμηκιασ- ( [k > g] κατά το μυρμήγκι)]