Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυριοστός -ή -ό [miriostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός δέκα χιλιάδες. (έκφρ.) για μυριοστή φορά, πάρα πολλές φορές: Σου το είπα για μυριοστή φορά. || (ως ουσ.) το μυριοστό, το ένα από τα δέκα χιλιάδες ίσα μέρη ενός συνόλου.
[λόγ. < αρχ. μυριοστός]