Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυριάδα η [miriáδa & mirjáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : 1. σύνολο από δέκα χιλιάδες μονάδες. 2. (πληθ.) για πολύ μεγάλο πλήθος προσώπων ή πραγμάτων: Mυριάδες ανθρώπων / κουνουπιών.
[λόγ. < αρχ. μυριάς, αιτ. -άδα `δέκα χιλιάδες, αμέτρητος αριθμός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριάδα η,
- βλ. μυριάς.